Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

____ [Ανικανότητα τίτλου]

Σε αλάνες, σε τραίνα, σε τσιγάρα σβησμένα
σε έκρυψα
Σε ποτά, σε ξενύχτια,σε ποτήρια σπασμένα
σε έπνιξα.
Σε χορούς, σε φιλιά, σε άδειο κορμί
σε έχασα.
Μα σε βάθος καρδιάς 
και σε απουσία χαράς
σε γέννησα. 

Σε παρέες, σε κουβέντες, σε στιγμές
σε μοιράστηκα.
Σε κρεβάτια, σε πλάνες, σε ηδονές
σε χάρηκα.
Σε φιλιά, σε δώρα, σε μυρωδιές
σε ταξίδεψα.
Μα στα χρόνια
και σε άλλα σεντόνια
σε θυμήθηκα.

Σε μυστικά, σε λόγια, σε στίχους
σε εννόησα.
Σε κιθάρα, σε χαρτί, σε ήχους
σε ευνόησα.
Σε μέρες, σε νύχτες, σε φίλους
σε χώρισα.
Μα στα δέρμα μου
και στο αίμα μου
σε θυμήθηκα.

Κάπου σε έχασα
και σε κάτι σε άφησα.
_

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Κουράστηκα τον φόβο και Φοβάμαι την κούραση

Φοβάμαι να χαθώ ξανά
σε επικίνδυνα φιλιά,
στην αγκαλιά σου
σαν άλλη φωτιά
που καίει ασυγκίνητα τα χαρτιά σου.

Φοβάμαι να περπατήσω ξανά
σε ορμητικά φιλιά,
στην μορφή σου
σαν άλλος καθρέπτης
που κάνει είδωλο το κορμί σου.

Φοβάμαι να χορέψω ξανά
σε ρυθμικά φιλιά,
στην πλάνη σου
σαν άλλο τσιγάρο
που μεθάει ζεστά το χάδι σου.

Φοβάμαι να αγγίξω ξανά
κόκκινα χείλη,
στην ψυχή σου
σαν άλλο δοχείο
που θεωρείται απόλυτα πλήρη.

Κουράστηκα τον φόβο
που ξυπνάει μαζί μου,
μέσα στην νύχτα
και σαν τον απαράβατο νόμο
να σκοτώνει στεγνά την ευχή μου.

Κουράστηκα τις στιγμές
που κυκλώνουν τον εαυτό μου,
μέσα στην μέρα
που κλέβουν ύπουλα τις χαρές
και σημαδεύουν τον αετό μου.

Κουράστηκα τα φτερά
που δανεικά φοριούνται,
μέσα στην ζωή
και σε πετούν ψηλά
σαν λέξεις που ξεχνιούνται.

Κουράστηκα να φοβάμαι
τα κλειστά σου χείλη,
μέσα στα χρόνια,
να σκαρφαλώνω τα ύψη
σαν χάνονται σε ερωτευμένα σεντόνια.

Φοβάμαι την κούραση
μέσα στο βλέμμα σου
αλλά κουράζομαι να μην αντισταθείς
σε αυτό που χτυπάει το αίμα σου...


Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Ξημέρωμα στην σκέψη [όλοι ψεύδονται, είναι η μόνη αλήθεια μερικές φορές]


Βαδίζοντας κατά μήκος του ποταμού, ο οποίος χωρίζει αλλά και ενώνει τις δύο πλευρές του ποταμού,  ήρθα επαφή με ανθρώπους οι οποίο είχαν ακουμπήσει τα λερωμένα τους σώματα στις όχθες του ποταμού αυτού. Αδιαφορώντας και μένοντας ψύχραιμος, χωρίς να πανικοβληθώ για μια ενδεχόμενη απειλή της σωματικής μου ακεραιότητας, πλησίασα τα σώματα αυτά και κάθισα σε ένα παγκάκι λίγο πιο δίπλα.
Η παγωμένη μπύρα, το δροσερό αεράκι και ο καπνός του τσιγάρου που στιγμιαία θόλωνε το τοπίο, συνάμα με τα δάκρυα που διέρρεαν από τα μάτια μου, της στενάχωρες σκέψεις και η μέθη του ποτού, προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό μου ότι έχουν κάποιο νόημα, κάποια ουσία.Εν ολίγη, προσπαθούσα να πω ψέματα στον ίδιο μου τον εαυτό. Μα μπορούμε να πούμε ψέματα στα πιο βαθιά κομμάτια της ψυχής μας?
Δράση και αντίδραση, ατονία και αδράνεια, ψέμα και επιφάνεια. Βασικοί θεματικοί πυρήνες που απασχόλησαν το μυαλό μου τις ώρες που πέρασαν, τα λεπτά δίπλα στο ποτάμι. Στα σώματα δύο νέων που πλέον έχουν αποχωρήσει.
Σε όλη την διάρκεια της επεξεργασίας αλλά και της διερευνήσεις, προσπάθησα να αντλήσω από πηγές που δεν με ενδιέφεραν μέχρι πρότινος αλλά και εξακολουθούν να μην αποτελούν πηγή εστίασης. Θεωρώ ότι τα περισσότερα γεγονότα στον βίο κάθε ανθρώπου είναι μονωμένα, αφορούν δηλαδή ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, στο οποίο ενδεχομένως να εμπλέκονται μερικά πρόσωπα. Είναι στιγμές που μένουν παγωμένες στον χρόνο. Τι αξία έχει η μετά-του-συμβάν-μελέτη?
Προσωπικά καμιά.Δεν μπορείς να προσθέσεις όσα δεν είπες, δεν μπορείς να αφαιρέσεις όσα είπες. δεν μπορείς απλούστατα να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και σαν ηθοποιός να παίξεις την σκηνή με μερικές διορθώσεις.
έτσι, ποιος ο λόγος που η σκέψη μου κάνει παιχνίδια? Ποιος ο λόγος που ένα κενό μέσα μου διευρύνεται?
Μάλλον η έλλειψη πραγματικής ουσίας, αλλά και αλληλοκατανόησης (όπως χαρακτηριστικά ανέφερε κάποιος συνομιλητής μου,μερικές ημέρες πριν) από ένα περιβάλλον στο οποίο έχεις δείξει μεγάλη κατανόηση, είναι η πραγματική μάλλον αιτία που οι άνθρωποι σήμερα στερεώνουν σχέσεις σε μια επιφάνεια, δίχως να υπάρχει μια πιο βαθύτερη ουσία, μια πιο ανθρώπινη και όχι εγωκεντρική θεμελίωση της οποιασδήποτε μορφής σχέση.
Καθόμουν μόνος, σκεφτόμουν και ένιωθα, όπως χαρακτηριστικά λέμε με τους συμφοιτητές μου, "κομπλέ". δεν μου έλειπαν πολλά, αλλά το σημαντικότερο που κατάλαβα είναι ότι δεν αλλοίωνα άσκοπα τον εαυτό μου. 
Η ανάλωση και αλλοίωση του εαυτού και της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι άσχημο πράγμα, μιας και στον βωμό μιας "εικόνας", του "φαίνεσθαι" δηλαδή, κατακερματίζουν αλλά και θάβουν πολύ βαθιά το "είναι". Αρνούμαστε ως άνθρωποι να δούμε τα πράγματα όπως είναι, και βλέπουμε τα πράγματα μόνο ως πράγματα.
Τα βήματα της επιστροφής γίνονται τόσο μηχανικά.Τόσο μόνα. Ένα τραγούδι ακούστηκε και μάλλον έκλεισε και την νύχτα, αλλά και τις σκέψεις μου, καθώς χαρακτηριστικά ανέφερε "όλοι ψεύδονται, είναι η μόνη αλήθεια μερικές φορές", και έτσι -πρέπει θεωρώ- οι άνθρωποι να σκαλίζουμε τα πράγματα μέχρι εκεί που μας παίρνει, από εκεί και πέρα, κοινώς, δεν είναι λογαριασμός μας. 
Τα ψέματα, μια εικόνα, μια στάση, μια ανούσια σχέση, μια ατονία.. όλα υπάρχουν. μπορούμε.Μπορώ να κάνω κάτι για αυτά?
Αρχικά, να κοιτάω να είμαι αξιοπρεπής και τέλος και σημαντικότερο "Να μάθω και να αντέχω να πληρώνω την αλήθεια μου, παρά να πουλιέμαι στο ψέμα"..


Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Είναι κανείς,εν τέλη

Και ξυπνάω με άδειο μυαλό
σε ζητάω, μα δεν είσαι εδώ.
μου χάρισες μια φίλη καλή,
την μοναξιά μέσα στην ζωή.

Με τυλίγει η απουσία σου
σαν νέφος και ξεσπά βροχή.
κοιτώ φωτογραφίες για την ουσία σου
και χάνεσαι σαν δάκρυ,σαν στιγμή.

Οι μνήμες αδειάζουν το μυαλό
και τα λόγια σου την καρδιά μου,
δεν μπορώ άλλο να πονώ
γύρισε πίσω να σε νιώσω στην αγκαλιά μου.

Οι πληγές γεμίζουν το σκοτάδι,
και η απουσία την ζωή μου.
έχουν πια όλοι φύγει,
κανείς πιστός σε αυτήν την μνήμη.

Είναι κανείς να μου χαρίσει
ένα χαμόγελο;
Είναι κανείς να μου κεντήσει
ένα όνειρο;

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Όταν τα μάτια σου ρωτούν, άφησε με να απαντήσω

Στο ηχηρότερο σημείο μιας βουβής θέας, σε ένα παράθυρο άκρως προσβάσιμο σε αυτήν, δυο θολά πέπλα, ερχόμενα το καθένα από διαφορετική πορεία, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά του τοίχου, κάπου στην μέση συναντήθηκαν και άδοξα έκλεισαν το ολόγιομο φεγγάρι έξω από το πλέον σκοτεινό δωμάτιο. Το φεγγάρι δεν ολοκλήρωσε την βόλτα του στο υπό του ήλιο ακτίνες φωτεινό δωμάτιο, μα σαν λαθραίος επιβάτης έμεινε έξω από εκεί που οριοθετεί η κουρτίνα.
Η κουρτίνα πλέον μένει κλειστή, ανέκφραστη μα συνάμα ομοιοπαθής με την ψυχή του σώματος που κινείται αχνά μπρος της. Μένει σταθερή και καθιστή πλέον κάπως κοντά στην θέα, αλλά με την πλάτη προς αυτήν. Δύο κρύα πόδια, και ένα ντυμένο κορμί, τυλίγονται καθώς το τσιγάρο ανάμεσα στα δύο χείλη, περικυκλωμένα από άγρια γένια, ανάβει.Δύο γυμνά χέρια, απλώνονται.Το ένα να κρατήσει το αναμμένο τσιγάρο και το άλλο να σκουπίσει δύο δακρυσμένα μάτια, και ολοκληρώνοντας να επεκταθεί ώστε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί, ακουμπισμένο στο τραπέζι,δίπλα στο τασάκι του, να έρθει πιο κοντά.
Σε ένα μελαγχολικό σκηνικό, ένα σώμα παραδομένη στην αλκοόλ και στην νικοτίνη, στον πόνο και στην μνήμη, στο σκοτάδι και σε μια πλήρη μοναξιά, το σώμα ξεσπά.Πονά.Αντιδρά.Φωνάζει,κλαίει και σπάει.Μα πάλι σωπαίνει. Ο πόνος του μένει πίσω από τις κουρτίνες, δεν αφήνεται στου φεγγαριού του φως, στον αέρα της νύχτας, αλλά παραμένει δυνατός διπλά του, κοντά του.ίσως και μέσα του.Σε όλο το φάσμα μιας μοναχικής εκρηκτικής στιγμής, το κρασί πότισε το λευκό τραπεζομάντιλο.Κόκκινο έμοιαζε με αίμα.Καθαρό σαν ένα ειλικρινές βλέμμα.Μα η δυνατή αυτή στιγμή δεν άφησε ατάραχη την ψυχή, που παγιδευμένη σε μια φωνή, κόπηκε καθώς το μπουκάλι έπεσε,έσπασε και πάνω του πάτησε το πόδι του ανδρικού σώματος. ένας λάθος βήμα, μια πληγή ανοιχτή, μα η πλάτη να αντιστέκεται στην θέα.
Αρπάζοντας την αφορμή, και αξιοποιώντας τα δεδομένα, ένας κοντινός άνθρωπος, ανήσυχος για την σύνθεση του ατόμου, ψυχολογικά αλλά και σωματικά, και ακροατής της δυναμικής έκρηξης, έσπευσε σύντομα στο σκοτεινό δωμάτιο που μέσα του πλέον στατική, παρατημένη η ψυχή καθόταν και κάπνιζε, καθώς τα δάκρυα έρεαν από τα μαύρα μάτια του.
Φτάνοντας εκεί, ο ψύχραιμος άνδρας πέρα από ένα τοπίο, συνέπεια θυμού, αντίκρισε δύο μάτια που μιλούσαν ζεστά και μια καρδιά που ήθελε αγκαλιά.Καθισμένοι ο ένας απέναντι στο άλλον, κρατώντας και οι δύο από ένα ποτήρι κρασί, και λίγους κύκλους καπνού πάνω από τα κεφαλιά τους, που σταθερά θωρούσε το ένα του βλέμμα του άλλου, πέρασαν σχεδόν οι ώρες μέχρι το φεγγάρι φυσικά να σβήσει, και ο ήλιος ξεκούραστος να ξεκινήσει την ημέρα. 
Πίσω από την κουρτίνα ο ήλιο δειλά προσπαθούσε να εισέλθει και να φωτίσει τα πρόσωπα, καθρέφτες ψυχών, και όλο το σύνολο που προηγήθηκε στο ξέσπασμα του φεγγαριού..
"Σε κοιτώ και βοήθεια σου ζητώ, αλλά φοβάμαι για το αν σωστά ... να συμπεριφέρομαι μπορώ", σβήνοντας ένα από τα πολλά τσιγάρα, ο πληγωμένος άνδρας είπε.
Σχεδόν παράλληλα, ο ακροατής και συνομιλητής του, αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο. Σηκώθηκε, κράτησε το μαύρο του μπουφάν, και πιάνοντας τον ώμο του άλλου είπε:
"Όταν τα μάτια σου ρωτούν, άφησε με να απαντήσω".   

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

. . . Γιατί ;

Γιατί με ξέχασες 
σε έναν δρόμο μόνο.?
Γιατί με πέταξες
σαν κατάδικο στον νόμο.?

Γιατί με έχασες
δεν με ρωτάς,
Γιατί σε είδα που έκλαψες
μα δεν πονάς.

Γιατί δεν με έκρυψες?
Γιατί δεν με κράτησες?
Γιατί πέταξες?
Για που έφυγες?

Σχηματίζοντας λωρίδες
στον γκρίζο ουρανό
μένουν πάντα ίδιες,
απορώ αν τις είδες.

Διαβάζοντας κενά
στην σπασμένη οθόνη
μένουν πάντα υγρά,
απορώ τι σε ξυπνά.

Σώζοντας στιγμές
στο κάθε ξημέρωμα 
μένουν πάντα ζωντανές,
απορώ που πάνε οι ψυχές.

Γιατί δεν με αγκάλιασες
και κρύωσα?
Γιατί δεν με κράτησες
και έπεσα?

Γιατί κλαίω
δεν με ρωτάς.
Γιατί δεν φεύγω
δεν αντιδράς.

Γιατί?
Πόλεμος η κάθε στιγμή.
Γιατί?
Μεθύσι η κάθε πνοή.
Γιατί?
Τρυφερή η κάθε πνοή.
Γιατί?
Πακέτα για άλλη ζωή.
Γιατί? Γιατί?
Γιατί άλλο δεν μπορώ,
πρέπει να φύγω,