Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Τι να πω..?

Έχεις φύγει... είμαι εδώ
Την πλάτη έχεις γυρίσει
κανείς να μην σε γνωρίσει.

Στο αντίο... είμαι εδώ
Μια ατμόσφαιρα με αρνητικό φορτίο
στολίζεις το πιο ζεστό τοπίο.

Στην στιγμή... είμαι εδώ
Την βουβή έσπασες κραυγή
σώπασες για μια ζωή.

Σε θυμάμαι και είμαι εδώ
τι άλλο μπορώ να πω;
Φύλακας σου το πιο αληθινό
Σ'αγαπώ..

Έχεις φύγει... τι να πω;
δεν αντέχω... πως μπορώ;
Πέταξες ... σε κοιτώ.
Αστέρι του ουρανού,
μέσα μου φωτεινό.!


τι να πω?


Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Τυφλά φωτεινά μάτια

Κλείνοντας τα μάτια, πολλές φόρες το σκοτάδι παραμένει το ίδιο. Ακόμα και όταν ο ήλιος ακούραστα τις ακτίνες του ακουμπά πάνω μου, ακόμα και όταν το ρεύμα φωτίζει την πιο μεγάλη εκδήλωση. Το σκοτάδι, αμίλητο και πάντα σταθερό, στέκει σε κάθε γωνία. Ανάμεσα σε μάτια και βλέμματα, σε χέρια και αγγίγματα.
Ζώντας στο σκοτάδι, η νεαρή Αλεξία, θέλησε να αγγίξει τον ουρανό, τα χρώματα. Να απλώσει τα χέρια της και σαν ανάγλυφο να αγγίξει το χαμόγελο του συνομιλητή της. Θέλησε να ταξιδέψει, μα σαν δέντρα με ρίζες δυνατές, έμενε και άντεχε στο σκοτάδι.
Την πιο λαμπερή μέρα του χρόνου, μια μέσα στον Ιούλιο, θέλησα να την προσφέρω στην λαμπερή αυτή νεαρά. Μέσα στο θάμπος μιας μέρας, στα χρώματα των πιο συνηθισμένων λεωφόρων, στα φερέφωνα κομμάτια των ανθρώπων. Βαδίζαμε, αλλά παράλληλα το βλέμμα μου βόλταρε τριγύρω. Ενώ την ίδια στιγμή που η Αλεξία, βάδιζε συνέχεια σε μια ευθεία, δίχως να αποπροσανατολιστεί.
Καθώς μιλούσαμε, χαρακτηριστικά τα χείλη της έγνεψαν τις παρακάτω λέξεις:
"Ευτυχία είναι μια πόρτα της οποίας τα κλειδιά έχουν χαθεί.Και πως μπορώ εγώ, που δεν βλέπω, να τα βρω?", και κοντοστάθηκε πλάι σε μια πινακίδα η οποία διευκρίνιζε την πορεία του δρόμου.
Ευτυχία είναι ένας δρόμος. ο καθένας έχει τον δικό του, που παράλληλα με άλλους κινείται, βαδίζοντας σε μια αμετάκλητο στόχο. Η πινακίδια, και το όποιο σήμα και αν εμφανιστεί στον δρόμο αυτόν, πολλές φορές οδηγεί σε εκτροχιασμό και παράβλεψη του στόχου μας. 
Ένας δρόμος του οποίου το περιεχόμενο είναι απόφαση και επιλογή του καθενός. Μέχρι εκεί που μπορούμε να μιλάμε και να βλέπουμε.
"Και πως μπορώ να στολίσω έναν δρόμο βυθισμένο στο σκοτάδι.?", ρώτησε η Αλεξία καθώς ακούμπησε τον καφέ της στο πορτοκαλί τραπέζι μια πολύχρωμης σύνθεσης, και συνέχισε "δεν μπορώ να δω το χρώμα αυτού του οποίου πίνω, της καρέκλας όπου κάθομαι, παρά μόνο νιώθω το τι προσφέρει το καθένα".
Η νεαρή κοπέλα, θυμωμένη με την κατάσταση της, είχε μόλις πει τον σκοπό πολλών ανθρώπων, ο οποίος δεν είναι άλλος από το να μην μένει σε μια εικόνα αλλά να περνάει αμέσως παρακάτω, στην ουσία και στο συναίσθημα. όλα μοιάζουν ανιαρά όταν είναι θαμπά και σκοτεινά, όλα φαντάζουν αδύνατα όταν δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις, αλλά όταν καταφέρεις να τα αισθανθείς θα απολαύσεις το μεγαλείο της ουσίας τους, την πραγματική του αξία και όλα εκείνα που πηγάζουν, δίχως να τοποθετήσεις φραγμούς από ένα χρώμα, δύο ρούχα, μια πρώτη εικόνα.
Στον γυρισμό μας, παρατήρησα την αμίλητη αλλά διορατική κοπέλα να δακρύζει και να απολογείται αλλά ταυτόχρονα να διερωτηθείτε και να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο ερώτημα αν είναι ή όχι ευτυχισμένη, μιας και θεωρούσε τον εαυτό της δυστυχισμένο και παγιδευμένο σε έναν κόσμο που δεν μπορούσε να αισθανθεί, ενώ πραγματικά μπορούσε να αισθανθεί σε απόλυτο βαθμό, αλά δεν μπορούσε να δει.
Τελικά, κερδισμένος ποιος είναι? Εκείνος που βλέπει και κρίνει από αυτό και μόνο ή αντίθετα, εκείνους που αφού νιώσει θα κρίνει.?

Υ.Γ. Η Αλεξία, θύμα ενός τροχαίου, έχασε την όραση της στα πρώτα παιδικά της χρόνια. Διέσχισε μια ζωή νομίζοντας πως υστερεί έναντι των άλλων  ενώ στην πραγματικότητα ήταν ίδια με όλους μας, αφού πέρα των γνωρισμάτων η καρδιά χτυπούσε όπως και οι δικές μας.Σήμερα η Αλεξία, δασκάλα σε ίδρυμα για άτομα με προβλήματα όρασης, μπορεί να μην καταφέρνει να βλέπει τα παιδιά της αλλά τα πονάει και τα νιώθει όπως μόνο μια μάνα ξέρει!  

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Ο δρόμος σου γνωστός (vol.2012)

Ταξίδι αρχίζει η ζωή
μόλις στους δρόμους βγει
μοιάζει να 'ναι γυμνή,
μα ασπίδα καλά κρατεί.
Σαν σε μάχη έτοιμη να ριχτεί
κάνει βήμα και οπισθοχωρεί.

Ταξίδι αρχίζει η ζωή
μόλις το φεγγάρι δει,
κοιτάζοντας μια λάμψη γοερή
σωπαίνει μπρος στην ζωή.
Σαν ματωμένη ψυχή
καθρεφτίζει μια ολόκληρη ζωή.

Βαλίτσα μπορεί να μην κρατεί
αλλά μυστικά εφόδια παραληρεί,
φωνάζοντας δίχως οργή
να σπάσει ίσως την σιωπή.
Σαν παράξενη μουσική
για να κόψει την άλλοτε ρυθμική ζωή.

Χαρτιά φυλαγμένα στα χρόνια.
δάκρυα ποτισμένα σε σεντόνια
μείναν μέχρι και τώρα μόνα,
σύμμαχοι σε έναν άδικο αγώνα.
Σαν πνοή του χειμώνα
παλεύει να παγώσει τα χρόνια.

Τρέχει ήρεμη προς την εικόνα
εκείνη που δεν ξέρει από μπόρα
μήπως και αντέξει στην χώρα
να την ασπάζεται αιώνια.
Σαν λόγια πολλά με ψώρα
κρατιέται σε όλη αυτήν την εικόνα.

Πας ζωή μου, πας
ακόμα και αν πονάς
ακόμα και αν ζητάς,
πάντοτε ξεχνάς,
έναν στόχο προσπερνάς
και για άλλη μια φορά χτυπάς.

Μένεις ζωή μου, μένεις
μα ποτέ δεν ξεφεύγεις
ποτέ δεν αγριεύεις
πάντοτε υπομένεις,
σταθερά αντέχεις,
και τον εαυτό σου ψεύτικα χορεύεις

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Βαριόμαστε γιατί δεν είμαστε ποιητές

Καθισμένος στο απόμακρο τραπέζι μια πολυσύχναστης καφετέριας, κοιτούσα -μάλλον- αδιάκριτα όλα εκείνα τα πλάσματα τριγύρω μου. Μου έμοιαζαν σαν υπαρκτές μινιατούρες από παιχνίδια που ακολουθούν πιστά μια πεπατημένη, μια κοινή πορεία μέσα στην οποία κανείς δεν ξεχωρίζει. Όλα αυτά τα νέα παιδιά, κρατώντας ,μια συσκευή τεχνολογίας, κουνούσαν μόνο τα δάκτυλα τους πληκτρολογώντας ασύνδετα πράγματα που ενδιαφέρον εν ολίγοις δεν έχουν.
Καθώς το βλέμμα μου ταξίδευε στο χώρο όπου όλοι μας βρισκόμασταν, συνάντησε έναν νέο που και αυτού η ταξιδιάρα ψυχή δραπέτευσε ασυναίσθητα.
Κοιτάζοντας με, μια συγκίνηση διαπέρασε το ευαίσθητο νεύρο μου. Δεν μπόρεσα να δώσω μια εξήγηση και απλώς προσπέρασα, καθώς το βλέμμα μου συνέχισε να περιπλανάται μέχρι που σταμάτησε και έμεινε σκυφτό πάνω από μια κόλλα, έτοιμη να δεχτεί κάθε μου κρίση για ένα θέμα.Για μια εργασία για το πανεπιστήμιο.
Καθώς τα λεπτά έτρεχαν και τα άτομα γύρω μου πλήθαιναν, η κόλλα παρέμεινε λευκή, το μυαλό μου σταματημένο, αλλά η ερώτηση μου έντονη.Με ένα γρήγορο αλλά όχι διστακτικό βλέμμα, ζήτησα να βρω εκείνον τον νέο λίγα μόλις τραπέζια πιο κάτω.
Πριν προλάβω καν να διερωτηθώ,και να στρέψω το βλέμμα μου προς το πλήθος, είχε ήδη καθίσει στο τραπέζι μου.
"Ελπίζω να μην ενοχλώ." αποκρίθηκε, καθώς ο αναπτήρας άναψε για να του προσφέρει την πρώτη τζούρα.
"Βλέπω είσαι απασχολημένος, θα φύγω και συγνώμη" συνέχισε, ωθώντας την καρέκλα του προς τα πίσω.
"Δεν υπάρχει λόγος.Άλλωστε δεν κάνω και τίποτα" του είπα, δείχνοντας την ολόλευκη κόλλα του γραπτού μου.
Περνώντας το τυπικό στάδιο μιας γνωριμίας, ή όπως οι ψυχολόγοι θα μας έλεγαν περιστασιακοί φίλοι, συνεχίσαμε την κουβέντα μας και φτάσαμε από εκεί που η σκέψη μου, και μάλλον όχι μόνο αυτή,ξεκίνησε.
Στον άξονα "πλάτος", η συζήτηση και η παρατήρηση και των δυο μας περιορίστηκε καθαρά στην εικονική της διάσταση. Παρατηρήθηκε λοιπόν πως το μεγαλύτερο μέρος των νέων σήμερα επικεντρώνεται σε έναν διαρκή αγώνα για το "φαίνεσθαι", επιδιώκοντας την ταυτοποίηση με όλα εκείνα που φαντάζουν ιδανικά και χρήζουν ηγετικούς ρόλους. Η ουσία σήμερα (στον άξονα του "βάθους-ύψους"), είναι κάτι που δεν μοιάζει ιδανικό, απλώς κάτι μικρό ενδεχομένως και φτηνό, άδικα καλλιεργήσιμο.
Αναρωτήθηκα λοιπόν, πως η μάζα μπορεί να διασπαστεί.
Σε αυτό τοποθετήθηκε ο νεαρός, ο οποίος μου είπε, πως σημασία δεν έχει να προχωράς μόνος σου, μπορείς και να προχωράς και παράλληλα με την μάζα, αρκεί σε όλη σου την διαδρομή να μένεις αναλλοίωτος, με την έννοια του ότι θα χαράξεις μια υπεύθυνη δική σου πορεία, χαρίζοντας της το δικό σου στίγμα. Επιπλέον, σε όλο αυτό το στίγμα η ποίηση να είναι έντονη.
Βαριόμαστε γιατί δεν είμαστε ποιητές.
Σε όλον αυτόν τον κόσμο, που περιτριγύριζε το τραπέζι μας, ακουγόταν συχνά η λέξη "βαριέμαι", η πηγή της καταστροφής μιας ποιητικής ζωής.
Αναφερόμενος στην ποίηση, δεν μιλάω να ασχοληθούν όλοι με την ποίηση, αλλά να κάνουν την ζωή τους ποιητική. Δηλαδή:
Στο μεγαλύτερο φάσμα της παλιότερης αλλά και της σύγχρονης ποίησης, αναρίθμητα ποιήματα δεν ξεκαθαρίζουν αυτό για στο οποίο αναφέρονται. Ένας ποιητής προσπαθεί να θέσει τον αναγνώστη του σε μια εξερεύνηση και ερώτηση του ενδότερου του κόσμου, του ψυχικού. Έτσι, έχοντας μια ζωή να εξερευνήσουμε, το συναίσθημα της "βαρεμάρας", και ο ωχαδερφισμός της εποχής, καταπατιόνταν μιας και ο αγώνας επικεντρώνεται στην ουσία, που όσα χρόνια και αν περάσουν, σε όποιες καταστάσεις κι αν δοκιμαστεί, σε όποιες παγίδες κι αν εμπλακεί, ποτέ δεν θα παύει να είναι αρκετή ή ικανοποιητική να σταθεί αντάξια σε μια κοινωνία.
Ενώ αντίθετα με την εικόνα, παλεύεις να την χτίζεις, σαν ένα σπίτι, μόνο η διαδικασία κατασκευής του είναι κίνητρο, από την στιγμή που θα ολοκληρωθεί πλέον η μορφή του είναι τελική. Συνεπώς, έπειτα δεν υπάρχει κάτι να σε κινεί και να σε ωθεί σε για κάτι περισσότερο ανώτερο..!
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο αντικείμενα, η ειδοποιός τους διαφορά είναι η διάρκεια απόκτησης τους. Η εικόνα μετά από ένα σημείο παραμένει στάσιμη, ενώ η ουσία μετά από ένα σημείο, επιζητείς και αναζητάς το επόμενο σημείο που μπορείς να φτάσεις...



Υ.Γ: Αυτό που μας δένει εμάς δεν θέλω να έχει όνομα, μα θέλω να έχει νόημα..

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ασύνδετα μου στιχάκια

Παράξενη μου γνώση
μοιραία μου πνοή,
έριξα το κενό μου κορμί
να αγγίξω έναν ουρανό.

Παραδομένη μου ψυχή
άστατη μου ζωή,
έπνιξα την θορυβώδης μου σιωπή, 
να δροσίζω μια στιγμή.

Κρυμμένη μου καρδιά
κλειστά μου φτερά,
θυσίασα την καρδιά μου ξανά,
να γεμίσω με δύναμη.

Αναπάντητο μου γιατί
ανοιχτή μου πληγή,
ρώτησα αν ο άγγελος μπορεί,
να κατοικήσει στην γη.

Άμοιρο μου παιδί
παρών στην στιγμή,
δίχως απάντηση στο γιατί,
με κύκλωσες ψυχρά.

Πληγωμένη μου απουσία
ζωτική μου σημασία,
χόρεψες για την αξία,
να κερδίσεις λίγη σημασία.

Δακρυσμένο μου λουλούδι
λυπηρό μου τραγούδι,
ψιθύρισα λίγους στίχους,
να χαθώ μέσα σε τοίχους.

Ασύνδετα μου στιχάκια
μεμονωμένα μου αστεράκια,
παιδικά λόγια,
τρυφερά, ίσως και γλυκά.
Αδιέξοδος του λόγου,
η αρχή της ψυχής,
δεν ξέρω το γιατί,
δεν ξέρω πως μπορεί,
δεν έχω κάτι να σωθεί,
για αυτό κρεμάω χαρτάκια
κάτι να θυμίζουν
και να στολίζουν
τον πόνο μου,
να τα καίω
και να ζεσταίνουν 
τον δρόμο μου,
καθώς θα τον φωτίζουν,
δίχως να φοβάμαι πια
όταν το ξημέρωμα ξεκινήσει, 
όταν το σώμα ξυπνήσει,
και ο κύκλος πάλι θα αρχίσει..



Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Τυχαίο Μονοπάτι


Τυχαία ένα βράδυ
βρέθηκα σε ένα μονοπάτι,
το ακολούθησα και πορεύτηκα
δίχως να γνωρίζω που πάω.

Τυχαία μια μέρα,
βρέθηκα στο ίδιο μονοπάτι,
περπάτησα και λίγο παραπέρα
είδα ανθρώπους που αγαπάω.

Μια βροχερή νύχτα,
αναζήτησα το μονοπάτι,
χάθηκα μες το μαύρο
κι πίσω ήρθα.

Μια ηλιόλουστη μέρα,
αναζήτησα και πάλι το μονοπάτι,
δεν βρήκα τίποτα
μόνο δάκρυα στα μάτια κάποιων.

Μια ανοιξιάτικη βροχή,
δρόσισε το μονοπάτι,
πλυθήκαν οι ψυχές
σαν να ήρθε νέα πνοή.

Είναι δύσκολο αυτό το μονοπάτι,
την μία είμαι μόνος
την άλλη μου φεύγει ο πόνος
που νιώθω κάθε βράδυ.

Είναι όμορφο το μονοπάτι,
με λουλούδια στολισμένο
και με χαρές προικισμένο,
αποτελεί διέξοδο στο βράδι.

Νιώθω ασφαλής
σαν βρεθώ στα μονοπάτια
όπου φτιάχνω εικόνες,
τα όνειρα, με κλειστά μάτια.